αὐτοκίνησις

αὐτοκίνησις
αὐτοκίνησις
self-motion
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐτοκίνησιν — αὐτοκίνησις self motion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνηση — η (Α αὐτοκίνησις) 1. η αυτόματη ή εκούσια κίνηση 2. η ικανότητα για κίνηση …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκινήσεως — αὐτοκινήσεω̆ς , αὐτοκίνησις self motion fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”